- στένωσιν
- στένωmoanpres subj act 3rd plστένωσιςa being straitenedfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στένωση — η / στένωσις, ώσεως, ΝΜΑ [στενώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στενεύω, ελάττωση πλάτους νεοελλ. 1. ιατρ. η εξεργασία και το αποτέλεσμα τής ελάττωσης τού διαμετρήματος ενός πόρου ή ενός στομίου η οποία προκαλεί διαταραχές τής διόδου στον αυλό… … Dictionary of Greek